κάστανος

κάστανος
κάστανος, ἡ (Α)
1. η καστανιά
2. στον πληθ. αἱ κάστανοι
τα κάστανα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κάστανον αναλογικά προς άλλα θηλ. ον. δένδρων σε -ος (πρβλ. φηγ-ός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καστανός — ή, ό 1. αυτός που έχει το χρώμα τού κάστανου, χρώμα καστανό, καστανόχρωμος 2. καστανομάλλης, που έχει μαλλιά καστανόχρωμα 3. το ουδ. ως ουσ. το καστανό το χρώμα τού κάστανου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάστανον. Η λ. έγινε οξύτονη αναλογικά με τα οξύτονα επίθ …   Dictionary of Greek

  • καστανός — ή, ό καστανόχρωμος: Η κόρη του είναι καστανή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καστάνους — κάστανος chestnut tree fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάστανοι — κάστανος chestnut tree fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάστανο — Βλ. λ. καστανιά (κάστανο). * * * το (AM κάστανον, Α και κάστανος και καστανέα και καστανιά, ή, και καστάναιον και καστάν(ε)ιον, τὸ) ο καρπός τού δέντρου καστανιά νεοελλ. φρ. α) «βγάζω τα κάστανα από τη φωτιά» εκτελώ το δύσκολο και επικίνδυνο… …   Dictionary of Greek

  • υποκαστανίζω — Ν κλίνω προς το καστανό χρώμα, είμαι κάπως καστανός. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + καστανός] …   Dictionary of Greek

  • Ναΐτες — θρησκευτικό ιπποτικό τάγμα που ιδρύθηκε το 1118 με σκοπό την προστασία των προσκυνητών, οι οποίοι πήγαιναν στους Αγίους Τόπους, και την άμυνα της Παλαιστίνης από τους Σαρακηνούς. Τον πυρήνα του τάγματος αποτέλεσε ο ιππότης Ούγο ντε Παγιάν από την …   Dictionary of Greek

  • αχνός — (I) ο 1. το πολύ ψιλό αλεύρι 2. το πολύ λεπτό λινό 3. η γύρη των λουλουδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουσ. άχνη, με επίδραση του αχνός (II) «ατμός»]. (II) ο 1. ατμός από φαγητό ή υγρό που βράζει 2. άχνα, αναπνοή. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αχνός (II) προήλθε από το αρχ …   Dictionary of Greek

  • κέδρος — Κοινή ονομασία ενός φυτικού είδους και επιστημονική ονομασία ενός γένους φυτών. 1. Φυτό της οικογένειας των κυπαρισσιδών (κωνοφόρα), που αυτοφύεται στα βουνά της Ηπείρου, της Θεσσαλίας, της Μακεδονίας, της Στερεάς Ελλάδας και της Πελοποννήσου. Η… …   Dictionary of Greek

  • καστανάτος — καστανᾱτος, η, ον (Μ) αυτός που έχει χρώμα καστανό, ο καστανός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάστανον + κατάλ. άτος (πρβλ. μυρωδ άτος, σταρ άτος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”